διαφερόντω

διαφερόντω
επίρρ. (AM)
1. διαφορετικά από, με διαφορετικό τρόπο
2. με διαφορετικό τρόπο ή βαθμό
3. (με γεν.) περισσότερο («πάντων διαφερόντως προθυμότατος», Θουκ.)
4. με εξαιρετικό τρόπο («οὐδ' ἐπιστρατεύομεν ἐκπρεπῶς μὴ καὶ διαφερόντως τι ἀδικούμενοι», Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”